- σύστεμα
- -έματος, τὸ, Αβλ. σύστημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύστεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστεμάτων — σύστεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστέματα — σύστεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστέματι — σύστεμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СИСТЕМА — (от греч. целое, составленное из частей; соединение), совокупность элементов, находящихся в отношениях и связях друг с другом, которая образует определ. целостность, единство. Претерпев длит. историч. эволюцию, понятие С. с сер. 20 в.… … Философская энциклопедия
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek